Σάββατο, Μαρτίου 29, 2014

Το Ισραήλ στην πιο αποφασιστική καμπή της ιστορίας του

 

Ισραήλ: Πολιτειακές αλλαγές εν μέσω οξείας κομματικής πόλωσης



Γαβριήλ Χαρίτος
Υποψήφιος διδάκτωρ 
του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών  
του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Πηγή:  http://www.chronosmag.eu

Εν αναμονή των αποτελεσμάτων της αμερικανικής μεσολαβητικής προσπάθειας για την συνέχιση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής, η Ισραηλινή επικαιρότητα το τελευταίο χρονικό διάστημα απασχολήθηκε  έντονα από τις πολιτειακές και νομοθετικές αλλαγές που προώθησε η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Μπενιαμίν Νετανιάχου. Οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πολιτικές εξελίξεις που σημειώθηκαν από το καλοκαίρι του 2013 έως και την άνοιξη του 2014, κατέδειξαν ξεκάθαρα όλο το φάσμα των κομματικών διαφορών και των ιδεολογικών συσχετισμών στο σημερινό Ισραήλ, επικαιροποιώντας και πάλι ποικίλους προβληματισμούς περί των πολιτειακών κανόνων που διέπουν το πολιτικό σύστημα της χώρας. Αφορμή στάθηκαν τρία σημαντικά νομοθετήματα, η διαδικασία ψήφισης των οποίων περαιώθηκε από την Κνέσετ τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου 2014. Ο αναθεωρημένος 'Θεμελιώδης Νόμος περί Διακυβέρνησης', ο 'Θεμελιώδης Νόμος περί Δημοψηφίσματος' και ο 'Νόμος περί Στρατεύσεως των Μαθητών των Εβραϊκών Θρησκευτικών Σχολών' άφησαν έντονα το στίγμα τους στον Ισραηλινό κοινοβουλευτικό βίο και έγιναν αφορμή να εκδηλωθούν ποικίλες ιδεολογικές και κομματικές αντεγκλήσεις και συγκλήσεις  –δίνοντάς μας σαφή εικόνα περί της παρούσας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας στο σημερινό Ισραήλ. 


Η ειρηνευτική πρωτοβουλία υπό τον αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών Τζων Κέρυ μέχρι σήμερα δεν απέδωσε καρπούς. Από την άλλη όμως, η καταλυτική επίδραση των αλλεπάλληλων συναντήσεών του με την ισραηλινή πολιτική ηγεσία ώθησαν την κυβέρνηση συνασπισμού του Μπενιαμίν Νετανιάχου το περασμένο καλοκαίρι να προβεί σε γρήγορες κινήσεις μετασχηματισμού των κανόνων του πολιτικού συστήματος της χώρας.
Χαρακτηριστική ήταν η βιασύνη με την οποία κατατέθηκαν δύο σημαντικής πολιτειακής σημασίας νομοθετήματα -και μάλιστα την 31η Ιουλίου 2013, τελευταία μόλις μέρα της τακτικής συνόδου του Ισραηλινού Κοινοβουλίου-, που σκοπό είχαν, όπως επίσημα είχε ανακοινωθεί, να προετοιμασθεί το ισραηλινό πολιτικό σύστημα να λάβει γενναίες αποφάσεις περί της εθνικής κυριαρχίας[1], ενόψει οριστικών λύσεων τόσο για το παλαιστινιακό όσο και για τον καθορισμό διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων μεταξύ του Ισραήλ και του μελλοντικού Παλαιστινιακού Κράτους. Στο πνεύμα αυτό εντάσσεται η δήλωση του Ισραηλινού Πρωθυπουργού στις 25.07.2013 ότι "Η ειρήνη με τους γείτονές μας προϋποθέτει ειρήνη μεταξύ μας και το μέσον για να το καταφέρουμε αυτό είναι το δημοψήφισμα" ενώ την ίδια ημέρα, το Γραφείο του Πρωθυπουργού, εξηγώντας τα αίτια της ταχείας κοινοβουλευτικής διαδικασίας που επιλέχθηκε, είχε εκδώσει την εξής ανακοίνωση προς τον Τύπο : "Ενόψει σημαντικών διπλωματικών εξελίξεων που οδηγούν σε απευθείας διαπραγμάτευση με την Παλαιστινιακή Αρχή, η Κυβέρνηση θεωρεί σημαντικό και επείγον, εκτός από τις συνομιλίες, να καταθέσει στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση Θεμελιώδη Νόμο που θα ορίζει την διενέργεια δημοψηφίσματος σε περίπτωση συμφωνίας ή κυβερνητικής απόφασης περί απόσυρσης της νομικής, δικανικής και διοικητικής κυριαρχίας επί εδαφών του Κράτους του Ισραήλ".[2]
Η Ισραηλινή κυβέρνηση συνασπισμού - που προήλθε μετά από τις εκλογές της  22ας  Ιανουαρίου 2013 και ύστερα από εξαιρετικά επίπονες διαβουλεύσεις που διήρκησαν δύο περίπου μήνες μεταξύ των τεσσάρων κομμάτων που την συναποτέλεσαν[3] - αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα: Να αυξήσει το ποσοστιαίο πλαφόν που απαιτείται για την είσοδο ενός κόμματος στο Ισραηλινό Κοινοβούλιο (Κνέσετ) προκειμένου να καταστεί ευκολότερος ο σχηματισμός όσο το δυνατόν ισχυρότερων κυβερνήσεων – ενόψει πάντα δραστικών αποφάσεων σε σχέση με την εξέλιξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Έτσι, εκτός από την πρόταση νόμου για την διενέργεια δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση Νετανιάχου κατέθεσε και δεύτερη πρόταση περί θέσπισης νέου 'Θεμελιώδους Νόμου περί Διακυβέρνησης', ο οποίος μεταξύ άλλων προέβλεπε τον διπλασιασμό του εκλογικού πλαφόν εισόδου – από 2% σε 4%.
Οι συνταγματικής ισχύος Θεμελιώδεις Νόμοι 'περί Διακυβέρνησης' και 'περί Δημοψηφίσματος'  είχαν δύο κύριους σκοπούς : Αφ' ενός να καταστεί δυνατός ο σχηματισμός σταθερών κυβερνήσεων , μειώνοντας τον αριθμό των κομμάτων στο κοινοβούλιο δια της αύξησης του ποσοστιαίου εκλογικού πλαφόν εισαγωγής τους στην Κνέσετ[4] και αφ' ετέρου ο οριστικός καθορισμός των συνόρων του Ισραήλ με το μελλοντικό Παλαιστινιακό Κράτος να εγκριθεί με δημοψήφισμα, σε περίπτωση κατά την οποία η ειρηνευτική συμφωνία θα προβλέπει απόσυρση της ισραηλινής κυριαρχίας από εδάφη πέραν της Δυτικής Όχθης[5], δίνοντας τον τελευταίο λόγο – αλλά και την τελική ευθύνη- για την οριστική πολιτική λύση του εθνικού ζητήματος στους ίδιους τους Ισραηλινούς ψηφοφόρους[6].
Η δριμεία κριτική που ασκήθηκε κυρίως κατά της αύξησης του εκλογικού πλαφόν προήλθε πρωτίστως από τα μικρά αραβικά κόμματα[7] , το μεσαίας εκλογικής δυναμικότητας αριστερό κόμμα "Meretz" -το οποίο κατά τις τελευταίες εκλογές είχε αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά του και έβλεπε ότι με την νομοθετική αυτή μεταβολή θα έχανε στο μέλλον το έδαφος που είχε κερδηθεί- αλλά και από τα μικρά εβραϊκά θρησκευτικά κόμματα των Ασκεναζί-Υπερορθόδοξων Εβραίων , που δεν επιθυμούσαν να τεθούν, άμεσα ή έμμεσα, υπό τον έλεγχο του μεγαλύτερου σε επιρροή και κυβερνητικό παρελθόν κόμματος "Shas" των Σαφαραδιτών. Από την άλλη πλευρά, εντύπωση προκάλεσε η μάλλον απαθής στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης του Κόμματος των Εργατικών σε εκείνη την εξαιρετικά τεταμένη συνεδρίαση της Κνέσετ της 31ης Ιουλίου 2013-.[8]  
Οι έντονες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που εκτυλίχθηκαν στο βήμα της Κνέσετ το βράδυ της 31ης Ιουλίου 2013 δεν απέτρεψαν την επί της αρχής ψήφιση των δύο αυτών νομοσχεδίων από τους βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού. Την ίδια ημέρα ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση ότι η εκ νέου συζήτησή τους κατ' άρθρο και η τελική τους υιοθέτηση (ο Κανονισμός της Κνέσετ προβλέπει συνολικά τρεις ψηφοφορίες για την περαίωση της νομοθετικής λειτουργίας) θα πραγματοποιείτο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, δηλαδή με την έναρξη των εργασιών της αμέσως επόμενης τακτικής κοινοβουλευτικής συνόδου. Οι κατά κοινή ομολογία βεβιασμένες πολιτικές κινήσεις εικαζόταν ότι συνδέονταν με το δεδομένο ότι οι διαπραγματεύσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή θα κατέληγαν σε ουσιαστικά αποτελέσματα "το πολύ εντός 9 μηνών", όπως διεκήρυττε τότε με βεβαιότητα ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών[9] . Η πραγματικότητα όμως, διέψευσε και συνεχίζει να διαψεύδει την αμερικανική υπεραισιοδοξία.
Η στασιμότητα των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με τους Παλαιστινίους ως επίσης και τα θέματα που ανέκυψαν σχετικά με την  προϋπόθεση που θέτουν οι Ισραηλινοί να δηλωθεί από την Παλαιστινιακή Αρχή ότι αναγνωρίζει τον εβραϊκό χαρακτήρα του Κράτους του Ισραήλ[10], δεν ώθησαν την κυβέρνηση Νετανιάχου να βιασθεί και να επανυποβάλει προς ψήφιση τα νομοσχέδια αυτά τον Νοέμβριο του 2013, όπως αρχικά είχε γίνει γνωστό.
Εν τω μεταξύ όμως, και όσο οι διαρροές πλήθαιναν αναφορικά στα ζητήματα που είχαν τεθεί προς διαπραγμάτευση μεταξύ Ιερουσαλήμ, Ραμάλλα και Ουάσιγκτον, οι δεξιές τάσεις της κυβέρνησης Νετανιάχου με επικεφαλής το κόμμα της θρησκευτικής-εθνικιστικής Δεξιάς "Εβραϊκή Εστία" υπό τον Ναφτάλι Μπένετ  εκδήλωναν ολοένα και εντονότερα τις αντιρρήσεις τους εφ' οιασδήποτε εδαφικής παραχώρησης θα απαιτείτο από τις ΗΠΑ[11]. Από την άλλη η Υπουργός Δικαιοσύνης, Πρόεδρος του κεντροαριστερού κόμματος "Κίνημα" ("Τνουά") και επικεφαλής της ισραηλινής διαπραγματευτικής ομάδας στις συνομιλίες με τους Παλαιστινίους, Τσίπι Λίβνι, επανειλημμένα καθιστούσε σαφές ότι πολιτική λύση με τους Παλαιστινίους χωρίς εδαφικές παραχωρήσεις εκ μέρους του Ισραήλ δεν είναι νοητή. Η πιο πρόσφατη δήλωσή της στο αμερικανικό δίκτυο CNN συνοψίζει την πολιτική της θεώρηση : "Η καλύτερη λύση θα είναι να διαιρέσουμε τη χώρα και να κρατήσουμε το Κράτος του Ισραήλ, μικρότερο ίσως, αλλά με τις δικές μας αξίες - ένα κράτος εβραϊκό, δημοκρατικό, που θα ζει ομαλά. Ένα κράτος ασφαλές".[12] 

Ο καταλυτικός παράγοντας της στράτευσης των Υπερορθοδόξων Εβραίων 
Καθ' όλο το δεύτερο εξάμηνο του 2013 το ενδεχόμενο κατάρρευσης της κυβέρνησης συνασπισμού ήταν περισσότερο από εμφανές, γεγονός το οποίο στην ουσία θα καταδίκαζε σε αποτυχία την αμερικανική διαμεσολάβηση.
Οι δημόσιες αντιπαραθέσεις επί του περιεχομένου της διαπραγματευτικής ατζέντας με τους Παλαιστινίους οξύνθηκαν στα τέλη Ιανουαρίου 2014, με τις ξεκάθαρα ευθείες βολές του Ναφτάλι Μπένετ, υπουργού της κυβέρνησης Νετανιάχου και αρχηγού του κόμματος της εθνικιστικής θρησκευτικής δεξιάς "Εβραϊκή Εστία" κατά των κυβερνητικών χειρισμών των Νετανιάχου και Λίβνι. Συγκεκριμένα, ο                    κ. Μπένετ μιλώντας στο ετήσιο συνέδριο που διοργανώνει το Ισραηλινό think-tank INSS απέρριψε κάθε ιδέα απόσυρσης του Ισραήλ από την Δυτική Όχθη και τους εβραϊκούς οικισμούς. "Το ανατολικό τμήμα της Ιερουσαλήμ, η Ιουδαία, η Σαμάρεια και η Κοιλάδα του Ιορδάνη ήταν δικά μας πριν από 4.000 χρόνια και θα συνεχίσουν να είναι δικά μας για τα επόμενα 4.000 χρόνια" , "Οι πρόγονοί μας και οι πρόγονοι των προγόνων μας ποτέ δεν θα συγχωρήσουν οιονδήποτε Ισραηλινό ηγέτη που θα εγκαταλείψει την πατρίδα μας και θα διαιρέσει την πρωτεύουσά μας" ήταν μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές δηλώσεις του.
Προκειμένου να διασωθεί η κυβερνητική συνοχή, η ηγεσία Νετανιάχου κάλεσε δημόσια τον κ. Μπένετ να ζητήσει δημόσια συγγνώμη για αυτές του τις δηλώσεις, που έθεταν σε αμφισβήτηση του πατριωτισμού του Ισραηλινού Πρωθυπουργού , ορίζοντάς του τελεσίγραφο εξόδου από την κυβέρνηση σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί. Εν τω μεταξύ κύκλοι προσκείμενοι στον Πρωθυπουργό διέρρευσαν στον Τύπο ότι ο Μπενιαμίν Νετανιάχου είναι προετοιμασμένος για το ενδεχόμενο  εξόδου της "Εβραϊκής Εστίας από τον κυβερνητικό συνασπισμό[13], εάν η εθνικιστική Δεξιά συνεχίσει να διαταράσσει τις ενδοκυβερνητικές ισορροπίες.
Παρά την εύσχημη πλην όμως ταπεινωτική 'δήλωση μετάνοιας'  του Ναφτάλι Μπένετ , η κυβερνητική συνοχή δεν είχε επιτευχθεί, καθότι ένα μεγάλο τμήμα στελεχών της παράταξης Νετανιάχου συνέχιζε να μην δείχνει εφησυχασμένο από τα θέματα που τίθενται υπό διαπραγμάτευση και τις τυχόν υποχωρήσεις που συζητά η Ισραηλινή διαπραγματευτική ομάδα υπό την Τσίπι Λίβνι τόσο με τους Αμερικανούς όσο και με την Παλαιστινιακή Αρχή.
Υπ' αυτό το πρίσμα, στις αρχές του 2014 το κεντροαριστερό κόμμα "Yesh Atid" με επικεφαλής τον Υπουργό Οικονομικών Γιαΐρ Λαπίντ, προφανώς σε συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό Νετανιάχου, αποφεύγοντας εντέχνως να τοποθετηθεί επί των ειρηνευτικών συνομιλιών, σταμάτησε να είναι παρατηρητής της διαμάχης Νετανιάχου-Μπένετ και επανέφερε στον δημόσιο διάλογο την προεκλογική του ατζέντα : Την άρση των προνομίων που χαίρουν οι Υπερορθόδοξοι Εβραίοι έναντι των υπολοίπων πολιτών της χώρας[14] - ένα ζήτημα που ενώνει την Ισραηλινή κοινή γνώμη, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης, έναντι του πολιτικών εκφραστών της Υπερορθόδοξης Εβραϊκής κοινότητας.
Το φαινόμενο της μη-στράτευσης μεγάλου ποσοστού μίας σημαντικής αριθμητικά μερίδας του εβραϊκού πληθυσμού που αγγίζει το 10%, ήταν ανέκαθεν η αιχμή του δόρατος κατά του ιδιότυπου κοινωνικοπολιτικού status quo που ισχύει από τη σύσταση του Ισραηλινού κράτους έως και σήμερα. Βασική προεκλογική δέσμευση του Λαπίντ ήταν η μεταβολή αυτής της πραγματικότητας και η κατάθεση του νομοσχεδίου "Περί Ισότητας στην Στρατιωτική Θητεία" που συνέταξαν σημαίνοντα στελέχη του κόμματός του ("Yesh Atid") παρουσιάσθηκε ως πραγματοποίηση των προεκλογικών του δεσμεύσεων, που είχαν ιδιαίτερη απήχηση στα μεγάλα αστικά κέντρα (Τελ Αβίβ και περίχωρα) και σε ευρέα στρώματα της μεσαίας τάξης όλης της χώρας, που δεν τηρούν στην καθημερινότητά τους τις εβραϊκές θρησκευτικές επιταγές. Αντιθέτως, στην Ιερουσαλήμ και στην ευρύτερη περιοχή της, τα ποσοστά του αντι-θρησκευτικούYesh Atid ήταν εμφανώς μειωμένα.[15]
Από καθαρά πολιτικής απόψεως, η κατάθεση του συγκεκριμένου νομοθετήματος με την πρωτοβουλία του κόμματος "Yesh Atid" την δεδομένη χρονική στιγμή που συνέβη, είχε ποικίλα αποτελέσματα στη διαμόρφωση των πολιτικών ισορροπιών της χώρας. Συγκεκριμένα : Απομακρύνθηκε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από την εξέλιξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Συσπειρώθηκαν οι πολιτικές δυνάμεις που δεν διάκεινται φιλικά προς την Υπερορθόδοξη κοινωνική ομάδα. Ενώθηκαν οι φωνές της κοινωνίας που υφίστανται το βάρος της στρατιωτικής θητείας ενώ δεν απολαμβάνουν τα οικονομικά προνόμια και τις φορολογικές απαλλαγές των Υπερορθοδόξων Εβραίων. Αποδυναμώθηκαν ακόμα περισσότερο τα επιχειρήματα του κόμματος "Εβραϊκή Εστία" εντός και εκτός κυβέρνησης, το οποίο εν τέλει δεν προχώρησε στην εφαρμογή των απειλών του να αποχωρήσει από τον κυβερνητικό συνασπισμό. Τέλος, ενισχύθηκε εμμέσως πλην σαφώς το Ισραηλινό αίτημα περί ανάγκης αναγνώρισης και εγγύησης του 'αμιγώς εβραϊκού χαρακτήρα' του Ισραήλ ως προϋπόθεση για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων, αφού ο νέος νόμος περί στράτευσης αφορά μόνο τον εβραϊκό πληθυσμό που έως τώρα δεν υπηρετούσε στον στρατό, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο την πολιτική βούληση να συμμετέχουν "όλοι οι Εβραίοι" στον αμυντικό σχεδιασμό του κράτους.
Η έγκριση του τελικού σχεδίου νόμου "Περί Ισότητας στην Στρατιωτική Θητεία" στις 20 Φεβρουαρίου 2014 από την αρμόδια νομοπαρασκευαστική κοινοβουλευτική επιτροπή, είχε ως φυσικό αποτέλεσμα να οξύνει την πολιτική ένταση – αυτή τη φορά αφ'ενός μεταξύ του κυβερνητικού συνασπισμού, του κεντροαριστερού "Yesh Atid" και της Αριστεράς και αφ' ετέρου τα εβραϊκά θρησκευτικά κόμματα, που ανέβασαν τους πολιτικούς τόνους και κινητοποίησαν περί τους 300.000 Υπερορθόδοξους διαδηλωτές (άλλες πηγές έκαναν λόγο για 500.000) να διαδηλώσουν επί ώρες στους δρόμους της Ιερουσαλήμ[16]αλλά και σε άλλες πόλεις της χώρας, όπου κατοικεί συμπαγής θρησκευτικός πληθυσμός. Κύριο επιχείρημά τους ήταν ότι η στράτευσή τους στην ουσία είχε σκοπό να καταστρέψει τον ιδιότυπο τρόπο ζωής τους και να τους επιβάλει την εκκοσμίκευσή τους, και μάλιστα με απειλή ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της φυλάκισης. Ισχυρίζονταν επίσης ότι το "πεδίο μάχης" της Υπερορθόδοξης εβραϊκής κοινότητας είναι "η διατήρηση της εβραϊκής θρησκείας και παράδοσης", απειλώντας δια στόματος θρησκευτικών ηγετών ακόμα και με πολιτική ανυπακοή[17].
Είναι αμφίβολο κατά πόσον τα επιχειρήματα των Υπερορθόδοξων Εβραίων βρήκαν απήχηση στην πλειοψηφία της Ισραηλινής κοινής γνώμης. Κατέστη όμως σαφές σε όλους ότι η πρακτική εφαρμογή του νέου αυτού νόμου δεν θα ήταν μια εύκολη υπόθεση, όχι τόσο λόγω της σθεναρής πολιτικής αντίθεσης από πλευράς των θρησκευτικών κομμάτων όσο εξ αιτίας της διατύπωσης του υπό ψήφιση νομοθετήματος. Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση της Κνέσετ[18] επί του περιεχομένου του νομοθετήματος που τελικά υιοθετήθηκε προκύπτουν τα εξής  : 1) Κατά την παρούσα περίοδο και έως το 2017 οι στρατεύσιμοι μαθητές των εβραϊκών θρησκευτικών σχολών θα έχουν το δικαίωμα είτε να επιλέξουν να καταταγούν σε ένοπλη ή κοινωνική θητεία είτε να συνεχίσουν τις σπουδές τους.  2) Όσοι μαθητές κατά την ψήφιση του νόμου έχουν συμπληρώσει το 22ο έτος της ηλικίας τους έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την απαλλαγή τους από την ένοπλη θητεία "για να προσαρμοσθούν στο εργατικό δυναμικό της χώρας". 3) Όσοι μαθητές εβραϊκών θρησκευτικών σχολών κατά το χρόνο ψήφισης του νόμου είναι 18 έως 22 ετών, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν αναβολή στράτευσης έως το 24ο έτος της ηλικίας τους. 4) Κατά το χρονικό διάστημα έως το έτος 2017 και μετά από αυτό, η κυβέρνηση θα επικεντρωθεί στον τρόπο στράτευσης των Εβραίων παλιννοστούντων και σε περίπτωση που οι αριθμητικοί στόχοι στράτευσης επιτευχθούν, τότε η στράτευση των μαθητών "θα συνεχίσει να είναι εθελοντική", και οι μαθητές των σχολών αυτών θα έχουν το δικαίωμα να αναβάλουν την στράτευσή τους έως το 26ο έτος της ηλικίας τους και μετέπειτα να απαλλαγούν.  5) Εάν σε κάποια χρονιά ο αριθμητικός στόχος των στρατευσίμων δεν επιτευχθεί, τότε η στράτευση –ένοπλη ή μη- "για όλους τους μαθητές των εβραϊκών θρησκευτικών σχολών θα καθίσταται υποχρεωτική" πλην 1.800 μαθητών με εξαιρετικές επιδόσεις, που θα συνεχίσουν την φοίτησή τους. Στο κείμενο της πρότασης νόμου που ετέθη προς ψήφιση δεν θίγεται το ζήτημα του ποινικού κολασμού των ανυπότακτων.
Η περιπτωσιολογία των χρονικών και ηλικιακών προϋποθέσεων που καθορίζουν την εφαρμογή του νέου νόμου, προδίδουν τον δισταγμό της παρούσας κυβέρνησης να προχωρήσει σε άμεσα μέτρα που θα υποχρέωναν τους Υπερορθόδοξους Εβραίους να καταταγούν "άμεσα" – όπως δήλωναν με έμφαση στελέχη του Yesh Atid όπως και ο αρχηγός του και Υπουργός Οικονομικών Γιαΐρ Λαπίντ. Πέραν των ανωτέρω όμως, το πιθανότερο είναι πως έως το 2017 (έτος εφαρμογής του νόμου) θα έχουν ήδη πραγματοποιηθεί βουλευτικές εκλογές με ενδεχόμενο να μεταβληθούν έως τότε οι κομματικοί συσχετισμοί, χωρίς να αποκλείεται και ο έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας[19] – γεγονός το οποίο ισραηλινοί συνταγματολόγοι θεωρούν κάτι παραπάνω από πιθανό[20].
Παρ' όλ' αυτά όμως, η αίσθηση που έχει προκαλέσει στην ισραηλινή κοινή γνώμη η έγκριση ενός τέτοιου νομοθετήματος είναι πολύ μεγαλύτερη από την πρακτική του αποτελεσματικότητα. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη σύντομη Ιστορία του Ισραηλινού κράτους θίγεται το status quo που απάλλασσε από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις το 10% του εβραϊκού πληθυσμού μιας χώρας αυξημένες αμυντικές ανάγκες, ανέβασε κατά πολύ τις "μετοχές" του κόμματος "Yesh Atid" αφ' ενός και αφ' ετέρου έδωσε ακόμα μεγαλύτερη πίστωση χρόνου στην πρωθυπουργία Νετανιάχου[21] , έστω και αν δεν έχει σημειωθεί κάποια ενθαρρυντική εξέλιξη στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις ή στην οικονομική κατάσταση της μεσαίας τάξης της χώρας –ζήτημα που είχε απασχολήσει εκτενέστατα την πρόσφατη προεκλογική περίοδο (Δεκέμβριος-Ιανουάριος 2013).
Μέσα σε αυτό το περίπλοκα πολωμένο πολιτικό κλίμα, η κυβέρνηση Νετανιάχου, θεωρώντας ότι έχει συσπειρώσει τις μη-θρησκευτικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας αποφάσισε να προωθήσει ταυτόχρονα, καθ' όλη την δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου 2014, τη διαδικασία τελικής ψήφισης των τριών σημαντικών αυτών νομοθετημάτων.
Στις 11 Μαρτίου 2014 η Κνέσετ ψήφισε τον ανώτερης τυπικής ισχύος "Θεμελιώδη Νόμο περί Διακυβέρνησης" , που μεταξύ άλλων αύξησε το πλαφόν εισαγωγής των πολιτικών κομμάτων στο Κοινοβούλιο από 2% που ίσχυε έως σήμερα σε 3,25% (και όχι σε 4%, όπως είχε αρχικά προταθεί).
Στις 13 Μαρτίου 2014 ψηφίσθηκε ο "Θεμελιώδης Νόμος περί Δημοψηφίσματος", σύμφωνα με τον οποίο θα κληθεί να αποφασίσει το ισραηλινό εκλογικό σώμα περί της αποχώρησης ή μη από εδάφη της χώρας, ενόψει τελικής ειρηνευτικής λύσης (σύμφωνα με ειδική διάταξη που εισήχθη την ημέρα της ψηφοφορίας, δεν θα απαιτηθεί η διενέργεια δημοψηφίσματος 80 και πλέον από τους συνολικά 120 βουλευτές της Κνέσετ ψηφίσουν υπέρ της ειρηνευτικής συμφωνίας).
Τέλος, στις 12 Μαρτίου 2014 ψηφίσθηκε ο καταλυτικής πολιτικής σημασίας "Νόμος περί Στρατεύσεως Μαθητών Εβραϊκών Θεολογικών Σχολών" - η εφαρμογή του οποίου όμως μετατίθεται χρονικά για το έτος 2017, με προϋποθέσεις που ουσιαστικά άλλαξαν κατά πολύ το περιεχόμενο της αρχικής πρότασης της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. 
Σε όλες τις ψηφοφορίας απείχαν όλοι οι βουλευτές των κομμάτων που δεν συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό. 

Αποτίμηση 
Η απόφαση της Ισραηλινής κυβέρνησης να προβεί σε σημαντικές αλλαγές στο εκλογικό σύστημα, στην πολιτική διαδικασία επικύρωσης της τελικής διευθέτησης του εθνικού ζητήματος, ως επίσης και στη μεταβολή των κανόνων στράτευσης μίας σημαντικής αριθμητικά μερίδας του εβραϊκού πληθυσμού,  όπως ήταν αναμενόμενο πυροδότησε σημαντικές εξελίξεις στο εσωτερικό πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, οι οποίες μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
1. Η ισραηλινή αντιπολίτευση συσπειρώθηκε, σχηματίζοντας μια πολιτικά ιδιότυπη και εξαιρετικά ανομοιογενή πολιτική συμμαχία. Η κεντροαριστερά που εκφράζεται από το Κόμμα των Εργατικών με επικεφαλής των χαμηλών τόνων Ιτσχάκ Χέρτσογκ και το αριστερό κόμμα "Meretz" υπό την Ζεχάβα Γκαλόν –γνωστή για τις θέσεις της υπέρ της άμεσης αποχώρησης του Ισραήλ από όλη Δυτική Όχθη και τους εβραϊκούς εποικισμούς βρέθηκαν να συστρατεύονται με τα δεξιά θρησκευτικά κόμματα "Shas" και "Εβραϊσμός της Βίβλου" ("Yahadut ha'Torah") με αφορμή την ψήφιση των νομοθετημάτων που ψηφίσθηκαν από την Κνέσετ τον Μάρτιο του 2014. Σε μία κοινή συνέντευξη τύπου δήλωσαν ότι δεν πρόκειται  να συμμετάσχουν σε καμία από τις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες για τους τρεις αυτούς καινούργιους νόμους[22]. Από κοινού μάλιστα ανακοίνωσαν ότι κατά την ώρα της ψηφοφορίας στην Κνέσετ, η πολυσυλλεκτική αυτή αντιπολίτευση θα πραγματοποιήσει δική της ξεχωριστή συνεδρίαση σε άλλη αίθουσα του Ισραηλινού Κοινοβουλίου, καταδεικνύοντας κατά τρόπο εξαιρετικά ασυνήθιστο για τα τοπικά πολιτικά ήθη την αντίθεσή τους στις πολιτειακές αλλαγές που προχώρησε ο Πρωθυπουργός Νετανιάχου και οι πολιτικοί του εταίροι.
Η αντιπολιτευτική αυτή συσπείρωση εκτιμάται ως προσωρινή, πλην όμως αναδεικνύει τη ρευστότητα που επικρατεί στο ισραηλινό πολιτικό σύστημα.
2. Εκτιμάται πως οι συγκεκριμένες αλλαγές των κανόνων του πολιτικού συστήματος, και ιδιαίτερα η αύξηση του εκλογικού πλαφόν εισαγωγής ενός πολιτικού κόμματος στην Κνέσετ πρόκειται να επιφέρει σημαντικές ανακατατάξεις στον χώρο των μικρών πολιτικών κομμάτων. Ιδιαίτερα όμως οι αλλαγές αυτές θα γίνουν αισθητές στα μικρά αραβικά πολιτικά κόμματα, τα οποία πολύ δύσκολα θα καταφέρουν να επιτύχουν την είσοδό τους στην Κνέσετ στις επόμενες βουλευτικές εκλογές εάν δεν βρουν τρόπο αφ' ενός να συσπειρωθούν σε ένα ενιαίο αραβικό κόμμα[23] , το οποίο, αν ληφθεί υπ'όψιν η πληθυσμιακή αναλογία των Αράβων Ισραηλινών πολιτών, θα μπορούσε να φτάσει να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη για τα Ισραηλινά κοινοβουλευτικά δεδομένα δύναμη της τάξεως έως και 15 εδρών[24]. Έτσι, τα κόμματα αυτά θα κληθούν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση να τεθούν όλα υπό μία και μοναδική αραβική πολιτική ηγεσία, να πείσουν τους ψηφοφόρους τους να πάψουν να απέχουν από τις δημοκρατικές διαδικασίες στα πλαίσια της Ισραηλινής έννομης τάξης[25] και να μην επιστρέψουν οι αραβικές ψήφοι στα εβραϊκά/σιωνιστικά κόμματα εξουσίας, όπως συνέβαινε πριν από δύο δεκαετίες[26].
3. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος που ορίζει την στράτευση των μαθητών των εβραϊκών θρησκευτικών σχολών διαφέρει σε πολλά σημεία από την 'αυστηρότερη' πρόταση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, της οποίας ηγούντο στελέχη του κόμματος "Yesh Atid", θίγει ένα ζήτημα που μέχρι τώρα το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν ήθελε ή δεν τολμούσε να αγγίξει : την θέση των Υπερορθόδοξων Εβραίων στην σύγχρονη Ισραηλινή κοινωνία. Οι αυξημένες απαιτήσεις του κράτους έναντι των στρατεύσιμων πολιτών σε συνάρτηση με την ολοένα αυξανόμενη οικονομική πίεση που νιώθει η μεσαία τάξη της χώρας απαιτούσαν την λήψη μέτρων που θα ικανοποιούσαν –έστω και μερικώς- τα αιτήματα περί 'Κοινωνικής ισότητας' και θα αφαιρούσαν κοινωνικά και οικονομικά προνόμια που το Ισραηλινό κράτος διαφύλαττε με γνώμονα τον τρόπο εκδήλωσης της θρησκευτικής πίστης μίας μερίδας πολιτών του. Ωστόσο, παρά τις αυτάρεσκες δηλώσεις των στελεχών του κόμματος "Yesh Atid" που διακηρύττουν ότι η πρόσφατη νομοθετική αλλαγή έθεσε τους Υπερορθόδοξους Εβραίους προ των υποχρεώσεών τους έναντι του Κράτους, εκτιμάται ότι θα μεσολαβήσουν πολλές ακόμα νομοθετικές και πολιτικές ανακατατάξεις έως ότου γίνει συνείδηση στην Ισραηλινή κοινωνία ότι οι Υπερορθόδοξοι Εβραίοι θα πρέπει να είναι και εκείνοι ίσοι ενώπιον της κρατικής νομοθεσίας.
4. Αναμφίβολα, η υιοθέτηση από την Ισραηλινή έννομη τάξη των σημαντικών αυτών πολιτειακών αλλαγών θέτει σε νέα βάση τις πολιτικές ισορροπίες της χώρας. Από την άλλη πλευρά όμως, η αποσπασματικότητα των ζητημάτων που ρυθμίζονται σε συνδυασμό με την διαδικασία θεσπίσεως νομοθετημάτων συνταγματικής ισχύος –ελλείψει ενός συνταγματικού κειμένου που θα έθετε σταθερούς πολιτειακούς κανόνες- καθιστούν αυτές τις αλλαγές εξαιρετικά επισφαλείς, κρίνοντάς τις μακροπρόθεσμα. Δεδομένης της επερχόμενης αλλαγής της κοινοβουλευτικής σύνθεσης (μικρότερος αριθμός κομμάτων, σταθερές κυβερνήσεις και τονισμός της αρχής της κομματικής πειθαρχίας) η επίτευξη της οριακής  πλειοψηφίας των 61 εδρών (από τις συνολικά 120) που απαιτούνται για την θέσπιση Θεμελιωδών Νόμων συνταγματικής ισχύος, καθίσταται ευκολότερη απ' ό,τι στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι οι κανόνες λειτουργίας του πολιτεύματος θα είναι δυνατόν να μεταβάλλονται ευκολότερα στην πράξη- καθιστώντας το πολιτειακό περιβάλλον της χώρας εξαιρετικά ευμετάβλητο, ανάλογα με τις περιστασιακές πολιτικές και κομματικές συμμαχίες. Με αυτό το δεδομένο, ο  δικαστής Elyahu Matsa, διατελέσας Αντιπρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ισραήλ, δικαιολογημένα υποστηρίζει ότι αυτό το οποίο έχει ανάγκη η Ισραηλινή έννομη τάξη σήμερα είναι το νομοθέτημα εκείνο που θα ορίζει αυστηρότερες κοινοβουλευτικές προϋποθέσεις έγκρισης αλλαγών πολιτειακού χαρακτήρα[27] – γνώμη που συνάδει απόλυτα με το μόνιμο αίτημα σημαντικής μερίδας συνταγματολόγων της χώρας : Να θεσπισθεί Σύνταγμα που θα καθορίζει μακροπρόθεσμα τους κανόνες της πολιτειακής πραγματικότητας της ισραηλινής έννομης τάξης[28].
5. Τέλος, αποτιμώντας τη διαδικασία αλλά και το περιεχόμενο των τριών αυτών σημαντικών νομοθετημάτων σε συνδυασμό με την πολιτική επικαιρότητα, η παρούσα έντονη ιδεολογική πόλωση και οι κομματικές σκοπιμότητες εν τέλει δεν επέτρεψαν έναν ουσιαστικό και γόνιμο δημόσιο πολιτικό διάλογο μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Τα όσα πρωτοφανή για τα τοπικά δεδομένα διαδραματίσθηκαν στην Ισραηλινή πολιτική πραγματικότητα εντός και εκτός κοινοβουλίου εύκολα οδηγούν στο συμπέρασμα, πως ελλοχεύει ο κίνδυνος ολοένα και εντονότερης δημαγωγικής εκμετάλλευσης των μόνιμων αιτημάτων της ισραηλινής κοινής γνώμης για εθνική ασφάλεια, κοινωνική ισορροπία και οικονομική ευημερία – ενόσω καθυστερεί η επίλυση των ζωτικών εθνικών ζητημάτων της χώρας. 

files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png

  ΧΡΟΝΟΣ 11 (03.2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια: