Τρίτη, Μαρτίου 15, 2011

Η ΑΤΑΚΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

"ΟΠΑΔΙΚΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ"
ΚΑΙ ΓΗΠΕΔΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Του ΘΑΝΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ*
Ελευθεροτυπία, 14/3/2011

Οι Ελληνες φίλαθλοι νιώθουν υπερήφανοι γιατί νομίζουν ότι είναι αντιρατσιστές, ωστόσο όμως κατάφεραν να «πείσουν» έναν από τους καλύτερους ξένους ποδοσφαιριστές των ελληνικών γηπέδων να ετοιμάζεται -λόγω χρώματος- να φύγει από την Ελλάδα (εκτός απροόπτου), αφού αισθάνεται δυσανεξία, επειδή δεν διαθέτει ικανά αποθέματα ανοχής ώστε να ακούει άνετα τη «φιλική» κραυγή «ουγκ, ουγκ», με την οποία τους υποδέχονται -εκτός έδρας- αυτόν και άλλους ομόχρωμους ποδοσφαιριστές οπαδοί εξαιρετικά υψηλού IQ, «φίλαθλοι» με αγνά, οπαδικά συναισθήματα που λόγω αυθορμητισμού είναι αδύνατον να κρατηθούν, συνεπιφέροντας έτσι επεισόδια, βρίθοντα ποικίλων εκδηλώσεων «ποδοσφαιρικού πολιτισμού» εντός και εκτός φυσούνας.
Αλλά πάλι γιατί δυσανασχετούν οι μελαψοί ποδοσφαιριστές, αφού εδώ ακριβώς έγκειται η απόδειξη μιας ιστορικής αλήθειας: η πολιτισμική «συνέχιση» των όσων έκαναν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, όσον αφορά τις δοσοληψίες τους με ξένους που τους συνόψιζαν συλλήβδην και επιγραμματικά με μια άλλη κραυγή: «βαρ-βαρ» (αυτούς μόνο τους τρεις φθόγγους πίστευαν πως διέθεταν οι γλώσσες των αλλοδαπών). Ευτυχώς όμως, γιατί έτσι δώρισαν στην ανθρωπότητα για να τους ευγνωμονεί εσαεί τη λεξικοσημασιολογικά πολύσημη λέξη «ΒΑΡΒΑΡΟΣ».
Ιστορικά, η ποδοσφαιρική βία εγκαινιάστηκε στη Βρετανία το 13ο αιώνα, που σημαίνει πως το ποδόσφαιρο έχει μεσαιωνικές καταβολές. Αρκούντως δικαιολογημένα όμως υπήρξε τότε βία, εφόσον στους αγώνες συμμετείχαν εκατοντάδες «παικτών» που τους παρεχόταν ευκαιρία να επιλύσουν διαφορές που αφορούσαν ακόμα και το μοίρασμα γαιών. Αργότερα επεκτάθηκε ως κλασικό πλέον ποδόσφαιρο με την ονομασία «Knappen» στη Γερμανία και «Calcio» στη Φλωρεντία, ενώ η δημοφιλία του αθλήματος ξεπέρασε κάθε προσδοκία. μάλιστα αργότερα θεωρήθηκε κύριος εκφραστής των βικτοριανών αξιών του ομαδικού «ευ αγωνίζεσθαι». Αλλά επεισόδια βίας και κατόπιν ρατσισμού-και-βίας στα γήπεδα της σύγχρονης εποχής μαρτυρούνται από τη δεκαετία του 1960, συμπίπτοντα μάλιστα με την περίοδο της «σεξουαλικής επανάστασης» (παρεμπιπτόντως: τότε άνθησαν εκ παραλλήλου οι ταινίες σεξ και βίας με μια πολύ ελαστικότερη λογοκρισία). Ωστόσο, από τη Ζάμπια ώς τη Λιθουανία και από τη Γερμανία ώς το Μεξικό, οι μελαψοί παίκτες γίνονταν συνήθως δεκτοί από τους «φιλάθλους» με χλευαστικές κραυγές πιθήκων.

Αργότερα, στην Ελλάδα του 1990 ξεσπά μέγα «σκάνδαλο» όταν το Λεξικό Μπαμπινιώτη στο λήμμα Βούλγαρος γράφει: «2.(καταχρ.-υβρ.) ο οπαδός ή παίκτης ομάδας της Θεσσαλονίκης (κυρ. του ΠΑΟΚ)». Ποιος είδε τον Θεό! Παραλίγο να ξεσπάσει μια μίνι εκδοχή του πολέμου Βορείων και Νοτίων επειδή ο Μπαμπινιώτης επιθυμούσε λεξικό εμπεριέχον «authentic material», αφού όντως κάποιοι Αθηναιόβλαχοι αποκαλούσαν τους Θεσσαλονικιούς «Βούλγαρους»! (σε σημείο πολιτογράφησης μέσω έγκριτου λεξικού). Αλλά και οι τελευταίοι ουδόλως υστερούσαν σε αβρότητα. Σε έναν 17χρονο τότε Βορειοηπειρώτη ποδοσφαιριστή, εκτός του «Αλβανέ, Αλβανέ, δε θα γίνεις Ελληνας ποτέ!» που του φώναζαν με βλακώδη υστερία πατριωτισμού, του έριχναν και μπουκάλια αναψυκτικών για να δροσιστεί, οσάκις στεκόταν να χτυπήσει κάποιο κόρνερ.

Επανέρχομαι στον εξαιρετικό μαύρο παίκτη (κατάγεται από την Ακτή του Ελεφαντοστού), που κάποια παιδιά Βολιώτικα τον αποδοκίμασαν με τα ουγκ, τουτέστιν τον «ούγκ-ιξαν», κάτι που επανελήφθη και στην Ξάνθη (όπου κατηγορήθηκε για άσεμνες χειρονομίες), για να καταλήξουμε στο «ντέρμπι των αιωνίων» (και αδιόρθωτων), που μόλις τελείωσε ένας αγώνας σύμφωνα με μία κυρίαρχη ανατρεπτική διαιτητική ιδεολογία περί πέναλτι και οφσάιντ, καθ' οδόν προς τη φυσούνα, αυτός και οι συμπαίκτες του έτρωγαν καρπαζιές από πίσω και γροθιές από μπρος, στην απόλυτη αποθέωση του ευγενούς αθλήματος.

Υπάρχουν ακόμα αισιόδοξοι που ευελπιστούν ότι νεαροί γονείς θα παίρνουν το παιδάκι τους καβάλα στο σβέρκο για να απολαύσουν μαζί ένα ωραίο ματς; Φρούδες ελπίδες, εφόσον άλογη ρατσιστική υστερία και ανεγκέφαλος φανατισμός (που κατέληξε στο φόνο της Παιανίας, ύστερα από «ανθρωπιστική» παρότρυνση «φιλάθλου»: «τελειώστε τον») απαγορεύουν ρητά τέτοιες πολυτέλειες. Αναρίθμητες εμπειρικές τεκμηριώσεις αποδεικνύουν πως το ποδόσφαιρο έγινε πλέον «αυστηρώς ακατάλληλο» θέαμα για όλους.
*Ομότιμος καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: