Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2006

ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ : IN MEMORIAM


Giordano Bruno
Ενας μεγάλος οραματιστής και μάρτυρας



του ΜΑΡΙΟΥ ΠΛΩΡΙΤΗ

ΣΚΥΤΑΛΟΔΡΟΜΙΑ συμπτώσεων! Σύμπτωση, ν' αναγγελθεί, αμέσως μετά τη βιβλιοπυρά της Θεσσαλονίκης, η απόφαση του Πάπα να ζητήσει συγγνώμη για «2000 χρόνια βίας, διώξεων, εγκλημάτων της Καθολικής Εκκλησίας». Και ξανασύμπτωση, να πέσει, λίγες μέρες μετά, η επέτειος ενός από τα μεγαλύτερα εγκλήματά της: της θανάτωσης στην πυρά του κορυφαίου ιταλού φιλοσόφου της Αναγέννησης Giordano Bruno (17.2.1600). Νομίζω πως θα 'πρεπε να τον θυμηθούμε, κι εμείς ­ όχι μόνο ως θύμα, αλλά προπάντων ως μεγάλο πνευματικό επαναστάτη και μάρτυρα.

ΚΙ όμως, το ξεκίνημά του ήταν ολότελα συμβατικό. Γιος στρατιωτικού, γεννημένος, γύρω στο 1548, στην κωμόπολη Νόλα (γι' αυτό και το παρανόμι του «Il Nolano»), πήρε τη συνηθισμένη κλασική παιδεία στη γειτονική Νάπολη, μπήκε στο τάγμα των Δομηνικανών και, στα 24 του, έγινε ιερέας. Αλλά τέσσερα μόλις χρόνια αργότερα, άρχισαν οι περιπέτειές του: κατηγορήθηκε για «κακοδοξία» ­ επειδή διατύπωσε αμφιβολίες για τη μετουσίωση και για την Αμωμη Σύλληψη ­, άφησε το μοναστήρι και πέταξε τα ράσα.

Από τότε, η ζωή του στάθηκε μια ατέρμονη περιπλάνηση, κυριολεκτικά και πνευματικά. Αφήνοντας κρυφά την Ιταλία, πήγε στη Γενεύη, όπου δίδαξε δυο χρόνια, ύστερα στην Τουλούζη και στο Παρίσι (1581), όπου έγινε «αναγνώστης» του Ερρίκου Γ' και έγραψε τα πρώτα σημαντικά έργα του, όπως το «Για τις σκιές των ιδεών» (1582). Φύση όχι μόνο βαθιά στοχαστική αλλά και ποιητική, έγραψε πολλά έργα του σε στίχους ­ κατά το πρότυπο των προσωκρατικών φιλοσόφων και του ρωμαίου Λουκρήτιου (Περί φύσεως). Αλλά και μια σατιρική κωμωδία, τον Κηροποιό (Il candelaio, 1582). Οντας ποιητικός, δεν γινόταν να ξεφύγει απ' τη σαγήνη του θεάτρου...

ΟΥΤΕ το Παρίσι, όμως, τον χωρούσε, κι έφυγε στην Αγγλία. Μ' όλο που έγινε δεκτός στην αυλή της Ελισάβετ, αποστράφηκε τα αγγλικά ήθη και τον σχολαστικισμό της Οξφόρδης ­ τα κατέκρινε, μάλιστα, στο έργο του «Ο δείπνος της Τέταρτης Σαρακοστής» (1584). Κι ωστόσο, στην Αλβιόνα έγραψε τα πιο σπουδαία και «αιρετικά» έργα του, όπως τα κοσμολογικά «Για την αιτία, την αρχή και τον Εν» και «Για το άπειρο παν και τους κόσμους» (1584). Απορρίπτει, εκεί, την επίσημη κοσμολογία (που, στηριγμένη στον Αριστοτέλη, δογμάτιζε πως η Γη είναι το ακίνητο κέντρο του Σύμπαντος) και συντάσσεται με τη θεωρία του Κοπέρνικου πως η Γη στρέφεται γύρω απ' τον Ηλιο, μέσα σ' ένα άπειρο Σύμπαν.

Με τα ηθικολογικά, πάλι, έργα του, στηλίτευε την ηθική και τις προκαταλήψεις της εποχής του. Στη μυθολογική αλληγορία «Η Εκδίωξη του θριαμβεύοντος κτήνους» (1584), ο Δίας διώχνει απ' τον ουρανό τα άστρα (προσωποποιήσεις της ειδωλολατρίας) και βάζει στη θέση τους τις Αρετές: την Αλήθεια, τη Σοφία, τη Φιλία, την Εννομη Τάξη κλπ. Ο Δίας του δεν είναι θεός, αλλά ο άνθρωπος, που αγωνίζεται να διώξει το «θριαμβεύον κτήνος», την αμαρτία. (Σ' ένα άλλο έργο του αυτής της εποχής, το «Για το ηρωικό πάθος» (1585), υπάρχει η γνωστότατη έκφραση, «Se non e vero, e molto ben trovato» ­ «Αν δεν είναι αληθινό, είναι πολύ καλά επινοημένο»).

Μ' αυτά και μ' αυτά, έγινε και στην Αγγλία «ύποπτος». Φεύγει ξανά για το Παρίσι, κι έπειτα για τη Γερμανία, όπου θα διδάξει στη Βιττεμβέργη, στην Πράγα, στη Φραγκφούρτη (1588-91), και θα γράψει άλλα μεταφυσικά έργα, όπως «Για το ελάχιστο, για το μέγιστο, για τη μονάδα», «Για το άπειρο και το απροσμέτρητο».

ΤΑ ΓΡΑΦΤΑ και η διδασκαλία του Μπρούνο ήταν πολλαπλά «εγκληματικά» για τους κρατούντες. Εμπνεόμενος από τους Προσωκρατικούς (Παρμενίδη, Δημόκριτο, Ηράκλειτο), τους Νεοπλατωνικούς και τον Νικόλα Κουζάνο, ο Μπρούνο γκρέμιζε την κοσμολογία και τη θεολογία του Μεσαίωνα. Αποστρεφόταν τον σχολαστικισμό, την εκκλησιαστική οργάνωση, τον φανατισμό, κάθε δογματισμό και καλούπι στο Λογικό και στην ενατένιση του θείου και της φύσης. Και υποστήριζε πως ο κόσμος είναι άπειρος και αιώνιος, πως, στα πολύμορφα φαινόμενα του Σύμπαντος, μία δύναμη δίνει συνοχή, συνέπεια, νόημα ­ και, αυτή, είναι ο Θεός, η ενοποιός ουσία, που ενυπάρχει στα πάντα, στα μέγιστα και στα ελάχιστα. Ως ενότητα των πάντων, ο Θεός μπορεί να αποκληθεί «μονάς μονάδων», ενώ όλα τα άλλα είναι απλές «μονάδες», αυθύπαρκτες, που καθεμιά τους αποτελεί ένα μικρό σύμπαν. Η ανθρώπινη ψυχή είναι μια σκεπτόμενη μονάδα, που υψηλότερη αποστολή της είναι ο στοχασμός της θείας ενότητας, και μοίρα της η αθανασία, ως μέλους της θείας ζωής.

ΤΙ ΑΛΛΟ χρειαζόταν για να μπει στο στόχαστρο αυτός ο ανατροπέας όλων των καθιερωμένων πίστεων; Ο πανθεϊσμός του αποτελούσε «βλασφημία» του δόγματος... ο «θεϊσμός» του ήταν «ύβρις κατά του χριστιανισμού»... η κριτική του για την ηθική της κοινωνίας και της εκκλησίας, «έγκλημα καθοσιώσεως»...

ΚΑΙ τότε, ο Μπρούνο έκανε το μοιραίο λάθος: Δέχτηκε την πρόσκληση του βενετσιάνου «ευγενούς» Τζοβάνι Μοντσενίγο να πάει στη Βενετία, και να πάρει έδρα στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Αλλά όταν έφτασε εκεί, ο ευγενής προστάτης του τον... παρέδωσε ευγενέστατα στις Αρχές!

Δυο χρόνια κράτησε η δίκη του για τις πολλαπλές «αιρέσεις» του ­ και τελικά, παραδόθηκε στη φοβερότερη Αρχή: την Ιερή Εξέταση της Ρώμης. Εφτά χρόνια φυλάκισης, αμέτρητες ανακρίσεις, πιέσεις, απειλές, δεν μπόρεσαν να τον λυγίσουν. Αντίθετα από ό,τι ο Γαλιλαίος 40 χρόνια αργότερα, ο Μπρούνο αρνήθηκε να υποταχθεί στους βασανιστές του και έμεινε αμετακίνητος στα «πιστεύω» του.

Και η πολυεύσπλαχνη Ιερή Εξέταση τον καταδίκασε «να τιμωρηθεί με τον επιεικέστερον τρόπον, χωρίς να χυθή αίμα», ήγουν να καεί ζωντανός.

Οταν άκουσε την ετυμηγορία, ο Μπρούνο είπε στους δικαστές-δημίους του, σαν άλλος Σωκράτης: «Αποφασίζοντας την καταδίκη μου σε θάνατο, θα νιώσατε περισσότερο φόβο παρά όσο εγώ ακούγοντας την απόφασή σας».

Η απόφασή τους εκτελέστηκε στις 17.2.1600 στον «Λουλουδόκαμπο», την Ανθαγορά (Campo dei fiori) της Ρώμης. Στο ίδιο μέρος, στήθηκε, τρεις αιώνες αργότερα, το άγαλμά του. Δεν ξέρουμε, όμως, αν ο Πάπας θα συμπεριλάβει και τον Μπρούνο στις «συγγνώμες» του.

Ο Γαλιλαίος του φερώνυμου έργου του Μπέρτολτ Μπρεχτ, λέει: «Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες». Μακάριες, όμως, οι χώρες που γεννούν πνευματικούς προφήτες, επαναστάτες και ήρωες σαν τον πραγματικά ελεύθερο και ασυμβίβαστο οραματιστή «Νολάνο». Φτάνει να μην τους καίνε...


Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Το ΒΗΜΑ", 27/02/2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: